χωρατό — το, Ν 1. αστείο, αστεϊσμός 2. άκακο πείραγμα 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) χωρατά στ αστεία («μήν τό παίρνεις σοβαρά, χωρατά τό πα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. χωρατεύω*] … Dictionary of Greek
αστείος — α, ο (AM ἀστεῖος, α, ον και ος, ον) 1. (για λόγο) ο έξυπνος, ο ευτράπελος 2. (για πρόσ.) ο ευχάριστος, ο ευφυολόγος νεοελλ. 1. ο μηδαμινός, ο ασήμαντος («αστείο κέρδος») 2. το ουδ. ως ουσ. το ευφυολόγημα, το χωρατό, η εξυπνάδα αρχ. 1. ο… … Dictionary of Greek
χωρατάς — ο, Ν [χωρατό] αστεϊσμός, χωρατό … Dictionary of Greek
γελοιασμός — ο (AM γελοιασμός) [γελοιάζω] αστεϊσμός, χωρατό … Dictionary of Greek
ερεσχελία — ἐρεσχελία και ἐρεσχηλία, ἡ (AM) [ερεσχελώ] 1. φλυαρία, μωρολογία, ανόητος λόγος 2. πείραγμα, χωρατό, χυδαίος αστεϊσμός 3. εριστικός λόγος, φιλονεικία … Dictionary of Greek
μέτωρο — το αστείο, χωρατό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. μέτωρος*] … Dictionary of Greek
μέτωρος — η, ο αυτός που κάνει αστεία, χωρατατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για το επίθ. μετέωρος (με συναίρεση τής β συλλαβής), ενώ κατ άλλη άποψη από μετά + ώρα, χωρατό ανούσιο επειδή δεν λέγεται στην ώρα του] … Dictionary of Greek
μετρίασμα — το (Μ μετρίασμα και μετρίασμαν και μιτρίασμα) [μετριάζω] μετρίαση, μετριασμός, περιορισμός μσν. 1. αστεϊσμός, χωρατό 2. σάτιρα 3. διασκέδαση, ευχαρίστηση … Dictionary of Greek
μετριασμός — ο (Α μετριασμός) [μετριάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετριάζω η ελάττωση τής οξύτητας ή τής έντασης, περιστολή, περιορισμός («μετριασμός τής ποινής») νεοελλ. μτφ. ανακούφιση, καταπράυνση, άμβλυνση αρχ. χαριεντισμός, αστειότητα, χωρατό … Dictionary of Greek
χωρατά — Ν επίρρ. βλ. χωρατό … Dictionary of Greek